διέκχυση

διέκχυση
η (Μ διέκχυσις) [διεκχέω]
το χύσιμο έξω από κάτι, το ολοκληρωτικό άδειασμα
μσν.
1. (για μυρωδιές) ανάδοση
2. (για πλήθος) διασπορά σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκόρπιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”